αυτιστικός

αυτιστικός
-ή, -ό
το άτομο που διακατέχεται από αυτισμό: Το κράτος οφείλει να προστατεύει τα αυτιστικά παιδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτιστικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον αυτισμό 2. «αυτιστικά παιδιά» αυτά που παρουσιάζουν συμπτώματα αυτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”